- ζέω
- (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω)1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.)2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημανεοελλ.-μσν.(το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον1. ζεστό νερό που προστίθεται στο Άγιο Ποτήριο πριν από τη Θεία Μετάληψη2. μικρό εκκλησιαστικό σκεύος μέσα στο οποίο ζεσταίνεται το νερόμσν.(μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ζέων, -ούσα, -ον1. ζεστός2. θερμός, φλογερός, έντονος3. φρ. «ζέουσα καρδία» — θερμά, καλά αισθήματαμσν.-αρχ.είμαι ζεστός, καίω («χθὼν ἔζεε», Ησίοδ.)αρχ.1. (για τη νεότητα ή την αγάπη ή την ένθερμη πίστη) είμαι φλογερός2. (για τον οίνο) βρίσκομαι σε κατάσταση ζύμωσης3. (για τη θάλασσα) αφρίζω («τῆς θαλάσσης ζεσάσης», Ηρόδ.)4. (για βίαια πάθη) βρίσκομαι σε έξαψη («ὁπηνίκ' ἔζει θυμός», Σοφ.)5. (για το αίμα) αναβλύζω («αἷμα ἔζεσε διὰ χρωτός», Ανθ. Παλ.)6. είμαι γεμάτος από κάτι, βρίθω (α. «λίμνη ζέουσα ὕδατος καὶ πηλοῡ», Πλάτ. β. «σκωλήκων ζέσας», Λουκιαν.)7. κάνω κάτι να βράσει8. εξατμίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστώτας ζέ-ω προέρχεται από αρχικό τ. *ζέσ-ω (πρβλ. ζεσ-τός) με σίγηση τού -σ- < IE *yesō «βράζω, αφρίζω» — πρβλ. αρχ. ινδ. yasati «αναβρύζω, βράζω», αρχ. άνω γερμ. jesan «αναβράζω, αφρίζω» κ.λπ.Παράγωγα τού ρ. και σύνθετά τους χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα. Π.χ. ζεστός, έκζεμα. ΠΑΡ.: ζέσις, ζεστόςαρχ.ζέμα, ανάζεσμος, ζόη.ΣΥΝΘ. αρχ. αμφιζέω, αναζέω, αποζέω, διαζέω, εκζέω, ενζέω, ενσυγκαταζέω, εξαναζέω, εξυπερζέω, επιζέω, περιζέω, προαναζέω, προαποζέω, προεκζέω, συναναζέω, συνεκζέω, συζέω, υπερεκζέω, υπερζέω, υποζέω].
Dictionary of Greek. 2013.